περιαλλόκαυλος

περιαλλόκαυλος
περιαλλόκαυλος, ον,
A twining around other plants, of creepers, Thphr.HP7.8.1, CP2.18.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περιαλλόκαυλος — ον, Α (για φυτό) αυτός που έχει μαλακό και μακρύ βλαστό ο οποίος περιτυλίγεται σε άλλα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἄλλος + καυλός «βλαστός»] …   Dictionary of Greek

  • περιαλλόκαυλον — περιαλλόκαυλος twining around other plants masc/fem acc sg περιαλλόκαυλος twining around other plants neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαλλόκαυλα — περιαλλόκαυλος twining around other plants neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”